- γλυκύστρυφνος
- γλῠκύστρυφνος, ον,A sweet with an astringent taste, Thphr.HP9.20.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλυκύστρυφνος — γλυκύστρυφνος, ον (Α) αυτός που έχει γεύση γλυκιά και στυφή … Dictionary of Greek
γλυκύστρυφνος — sweet with an astringent taste masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek